- ομός
- ὁμός, -ή, -όν (Α)1. όμοιος, ενωμένος, κοινός («ὁμὴν ἀνεδέγμεθ' ὀιζύν» — περάσαμε κοινή δυστυχία, Ομ. Οδ.)2. φρ. «ἱκνοῡμαι εἰς όμόν» — γίνομαι κοινός, ενώνομαιβ) «καθ' ὁμά» — ομοίως.επίρρ...ὁμῶς (Α)1. κατά τον ίδιο τρόπο, ομοίως2. σε ίσα μέρη.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επιθ. ὁμός (< IE *somo-) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *sem- «ένα, σ' ένα μαζί, μαζί με» (βλ. και ετυμολ. στη λ. εἷς / ένας) και συνδέεται με αρχ.ινδ. sama- «ένας, ο ίδιος», γοτθ. sa, sama, αρχ. σλαβ. samŭ (πρβλ. αγγλ. same, simple, similar, some, γερμ. samt, sammeln). Στην απαθή βαθμίδα τής ίδιας ρίζας ανάγεται το αριθμητικό εἷς, ενώ στη συνεσταλμένη βαθμίδα τα ἅμα*, ἕτερος* (< *ἅτερος) και το ἁ-* το αθροιστικό. Επίσης το επίθ. ὁμαλός, που έλαβε την ειδική σημ. «λείος, επίπεδος, ίσος» με επίθημα σε -αλος (πρβλ. ομφαλός) αντιστοιχεί με λατ. semel, similis, αρχ. άνω γερμ. simble, αλλά εμφανίζει ὁ-, δηλ. την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας, πιθ. αναλογικά προς το ὁμός, αντί τής απαθούς βαθμίδας ή τής συνεσταλμένης, την οποία εμφανίζουν οι αντίστοιχοι τ. στις άλλες γλώσσες. Το επιθ. ὁμός εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε έναν πάρα πολύ μεγάλο αριθμό σύνθ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής (βλ. λ. ομ[ο]-) και συνδέεται με τα ὅμιλος*, ὁμαρτῶ*, ὅμαδος* και ὅμηρος*.ΠΑΡ. όμοιοςαρχ.ομή, ομόθεν, ομόσε, ομώ, ομώςμσν.- νεοελλ.ομαδόν.ΣΥΝΘ. (Για σύνθ. με α' συνθετικό ομός βλ. ομ[ο]-).
Dictionary of Greek. 2013.